Δείτε επίσης: ἀκτινοβολῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτινοβολώ < ελληνιστική κοινή ἀκτινοβολῶ, συνηρημένου τύπου του ἀκτινοβολέω. Συγχρονικά αναλύεται σε ακτινο- + -βολώ.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kti.no.voˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτι‐νο‐βο‐λώ

  Ρήμα επεξεργασία

ακτινοβολώ/-είς, πρτ.: ακτινοβολούσα, αόρ.: ακτινοβόλησα, παθ.φωνή: ακτινοβολούμαι, π.αόρ.: ακτινοβολήθηκα, μτχ.π.π.: ακτινοβολημένος

  1. λάμπω και φωτίζω ως αντικείμενο, εκπέμπω ακτίνες φωτός
    ακτινοβολεί ο ήλιος
  2. λάμπω εσωτερικά (από χαρά, θετικά συναισθήματα) ή εξωτερικά, εκπέμπω κάτι θετικό
    το κορίτσι ακτινοβολούσε όταν αγόραζε το νυφικό του
    το κορίτσι ακτινοβολούσε υγεία, νιάτα
  3. έχω αίγλη
  4. εκπέμπω κάτι σε μορφή ακτίνων που δεν είναι ορατό
    ακτινοβολεί ραδιενέργεια, θερμότητα,

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία