Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινοβολία οι ακτινοβολίες
      γενική της ακτινοβολίας των ακτινοβολιών
    αιτιατική την ακτινοβολία τις ακτινοβολίες
     κλητική ακτινοβολία ακτινοβολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτινοβολία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκτινοβολία
(όρος φυσικής) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική radiation[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kti.no.voˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτι‐νο‐βο‐λί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτινοβολία θηλυκό

  1. (φυσική) εκπομπή ενέργειας υπό μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή σωματιδίων
  2. η γοητεία
    η αριστερά έμοιαζε να είχε χάσει την ακτινοβολία της, αλλά με το μνημόνιο...
    ήταν φοβερός ρήτορας, τον παρακολουθούσαμε με ανοιχτό στόμα, αλλά γέρασε και έχασε την ακτινοβολία του

Συνώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία