Δείτε επίσης: ἀκροβάτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροβάτης οι ακροβάτες
      γενική του ακροβάτη των ακροβατών
    αιτιατική τον ακροβάτη τους ακροβάτες
     κλητική ακροβάτη ακροβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροβάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροβάτης.[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε ακρο- + -βάτης.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾoˈva.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐βά‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροβάτης αρσενικό (θηλυκό ακροβάτισσα ή λόγιο: ακροβάτιδα)

  1. (επάγγελμα) αυτός που περπατάει στην άκρη του σχοινιού
     συνώνυμα: σχοινοβάτης, ισορροπιστής
  2. επαγγελματίας του θεάματος που εκτελεί επικίνδυνες ασκήσεις γυμναστικής
    οι ακροβάτες του τσίρκου
     συνώνυμα: ισορροπιστής
  3. (μεταφορικά) αυτός που κάνει ακροβασίες, παράτολμα ή ανορθόδοξα πράγματα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις άκρο και βαίνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία