Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακρατής η ακρατής το ακρατές
      γενική του ακρατούς* της ακρατούς του ακρατούς
    αιτιατική τον ακρατή την ακρατή το ακρατές
     κλητική ακρατή(ς) ακρατής ακρατές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακρατείς οι ακρατείς τα ακρατή
      γενική των ακρατών των ακρατών των ακρατών
    αιτιατική τους ακρατείς τις ακρατείς τα ακρατή
     κλητική ακρατείς ακρατείς ακρατή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ακρατής < αρχαία ελληνική ἀκρατής < ἀ- + κρατέω
  2. ακρατής < ακράτεια (ίδια ρίζα, όμως ιατρικός όρος) + -ής, -ής, -ές

  Επίθετο επεξεργασία

ακρατής, -ής, -ές

  1. που δεν είναι συγκρατημένος, δεν συγκρατιέται
  2. ακόλαστος, άσωτος, έκλυτος
  3. αδύναμος, που δεν υπερισχύει
  4. (ετυμολογία 2) που έχει ακράτεια

Σημειώσεις επεξεργασία

έχει παρατηρηθεί ότι ο ακρατής αυτοπαρουσιάζεται ως αυθόρμητος, δίνοντας έμφαση στην θετική πτυχή της έννοιας

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία