Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακοόμετρο τα ακοόμετρα
      γενική του ακοομέτρου
ακοόμετρου
των ακοομέτρων
    αιτιατική το ακοόμετρο τα ακοόμετρα
     κλητική ακοόμετρο ακοόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ακοόμετρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακοόμετρο < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική audiomètre. Μορφολογικά, ακο(ή) + -ό- + -μετρο [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.koˈo.me.tɾo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακοόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία