Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ακονίζω < αρχαία ελληνική ἀκονάω

  Ρήμα επεξεργασία

ακονίζομαι

  1. με ακονίζουν (για αντικείμενα και αφηρημένα ουσιαστικά)
    το ξίφος ακονίστηκε / η σκέψη ακονίζεται με ασκήσεις μαθηματικών

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία