Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακολούθως < ἀκολούθως

  Επίρρημα επεξεργασία

ακολούθως

  1. στη συνέχεια
    Πήγε στη γραμματεία και ακολούθως στο γραφείο του υπουργού
  2. όπως εξηγείται, διευκρίνεται παρακάτω
    Θα πρέπει να ενεργήσουν ως ακολούθως...

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία