Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταπόνητος η ακαταπόνητη το ακαταπόνητο
      γενική του ακαταπόνητου της ακαταπόνητης του ακαταπόνητου
    αιτιατική τον ακαταπόνητο την ακαταπόνητη το ακαταπόνητο
     κλητική ακαταπόνητε ακαταπόνητη ακαταπόνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταπόνητοι οι ακαταπόνητες τα ακαταπόνητα
      γενική των ακαταπόνητων των ακαταπόνητων των ακαταπόνητων
    αιτιατική τους ακαταπόνητους τις ακαταπόνητες τα ακαταπόνητα
     κλητική ακαταπόνητοι ακαταπόνητες ακαταπόνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαταπόνητος < α- στερητικό + καταπονώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαταπόνητος, -η, -ο

  1. για άνθρωπο που δεν καταπονείται όσο όγκο δουλειάς κι αν αντιμετωπίσει
  2. για δραστηριότητα που χαρακτηρίζει έναν τέτοιο άνθρωπο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία