ακατανόητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακατανόητα < (ακατανόητος) α- + κατα- + νοητός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ka.taˈno.i.ta/
Επίρρημα επεξεργασία
ακατανόητα
- κατά τρόπο ακατανόητο, χωρίς να καταλαβαίνει ο άλλος
- μιλούσε ακατανόητα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακατανόητα