Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακατανοησία οι ακατανοησίες
      γενική της ακατανοησίας των ακατανοησιών
    αιτιατική την ακατανοησία τις ακατανοησίες
     κλητική ακατανοησία ακατανοησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακατανοησία < ακατανόη(τος) + -σία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ka.ta.no.iˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐τα‐νο‐η‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακατανοησία θηλυκό

  1. ενέργεια ή φράση που είναι ακατανόητη, το ακατάληπτο
     συνώνυμα: ασυναρτησία, ανοησία
  2. έλλειψη κατανόησης προς τους άλλους, η απονιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία