Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταδίωκτος η ακαταδίωκτη το ακαταδίωκτο
      γενική του ακαταδίωκτου της ακαταδίωκτης του ακαταδίωκτου
    αιτιατική τον ακαταδίωκτο την ακαταδίωκτη το ακαταδίωκτο
     κλητική ακαταδίωκτε ακαταδίωκτη ακαταδίωκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταδίωκτοι οι ακαταδίωκτες τα ακαταδίωκτα
      γενική των ακαταδίωκτων των ακαταδίωκτων των ακαταδίωκτων
    αιτιατική τους ακαταδίωκτους τις ακαταδίωκτες τα ακαταδίωκτα
     κλητική ακαταδίωκτοι ακαταδίωκτες ακαταδίωκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαταδίωκτος < α- + καταδιώκω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαταδίωκτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει καταδιωχτεί ή δεν μπορεί να καταδιωχτεί
  2. (νομικός όρος) που δεν του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή την έχει διαφύγει
  3. (ουσιαστικοποιημένο) (νομικός όρος) ακαταδίωκτο: το να είναι κάποιος ακαταδίωκτος
    Το κυριότερο όμως είναι ότι γύρω από άτομα που ζουν στους… απροσπέλαστους καταυλισμούς δημιουργείται ένα ολόκληρο «σύστημα προστασίας». Κι αυτό γιατί διαθέτουν -και την περίοδο της κρίσης- μεγάλα χρηματικά ποσά από την εγκληματική δραστηριότητά τους. Έτσι ώστε να συνεχίζουν το εμπόριο ναρκωτικών και να ενισχύουν την αίσθηση ακαταδίωκτου. (*)

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία