ακαταγώνιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακαταγώνιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ακαταγώνιστος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον συναγωνιστεί, μοναδικός
- ※ Λέω τ' όνομά της και την αισθάνομαι να με τυλίγει το όραμά της. Φαίνεται πως δεν πρόκειται να ξελευτερωθώ από τα ακαταγώνιστα φίλτρα της. (Στράτης Μυριβήλης Η Ρόδος [διήγημα])
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακαταγώνιστος
|