Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαριαία < ακαριαίος

  Επίρρημα επεξεργασία

ακαριαία

  • ευθύς αμέσως, χωρίς να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία