Δείτε επίσης: Ακίνδυνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακίνδυνος η ακίνδυνη το ακίνδυνο
      γενική του ακίνδυνου της ακίνδυνης του ακίνδυνου
    αιτιατική τον ακίνδυνο την ακίνδυνη το ακίνδυνο
     κλητική ακίνδυνε ακίνδυνη ακίνδυνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακίνδυνοι οι ακίνδυνες τα ακίνδυνα
      γενική των ακίνδυνων των ακίνδυνων των ακίνδυνων
    αιτιατική τους ακίνδυνους τις ακίνδυνες τα ακίνδυνα
     κλητική ακίνδυνοι ακίνδυνες ακίνδυνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακίνδυνος < αρχαία ελληνική ἀκίνδυνος

  Επίθετο επεξεργασία

ακίνδυνος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία