Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακίδα οι ακίδες
      γενική της ακίδας των ακίδων
    αιτιατική την ακίδα τις ακίδες
     κλητική ακίδα ακίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακίδα < αρχαία ελληνική ἀκίς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈci.ða/
 
ακίδα αρχαίου δόρατος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακίδα θηλυκό

  1. αιχμηρή άκρη μεταλλικών συνήθως αντικειμένων, μύτη
  2. ονομασία λεπτών και αιχμηρών οργάνων, όργανο για τη χάραξη λείας και σκληρής επιφάνειας
    εκτυπωτής ακίδων
  3. (ειδικότερα) αγκάθι, αγκίδα ή αγκίθα, φυτικής προέλευσης (κομμάτι ξύλου ή αγκαθιού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία