Δείτε επίσης: ἀκήρατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακήρατος η ακήρατη το ακήρατο
      γενική του ακήρατου της ακήρατης του ακήρατου
    αιτιατική τον ακήρατο την ακήρατη το ακήρατο
     κλητική ακήρατε ακήρατη ακήρατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακήρατοι οι ακήρατες τα ακήρατα
      γενική των ακήρατων των ακήρατων των ακήρατων
    αιτιατική τους ακήρατους τις ακήρατες τα ακήρατα
     κλητική ακήρατοι ακήρατες ακήρατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακήρατος < αρχαία ελληνική ἀκήρατος

  Επίθετο επεξεργασία

ακήρατος, -η, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) καθαρός, αμόλυντος, ανέγγιχτος
  2. (αρχαιοπρεπές) παρθένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία