αιωροπτεριστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιωροπτεριστής < αιωροπτερισμός + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιωροπτεριστής αρσενικό (θηλυκό: αιωροπτερίστρια)
- αυτός που ασχολείται με τον αιωροπτερισμό, που πετά αιωρόπτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιωροπτεριστής