Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιφνιδιάζομαι < παθητική φωνή του αιφνιδιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

αιφνιδιάζομαι


Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία