αιτιοκρατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιτιοκρατικός < αιτιοκρατία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
αιτιοκρατικός, -ή, -ό
- σχετικός ή σύμφωνος με τη φιλοσοφική αντίληψη της αιτιοκρατίας
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιτιοκρατικός