Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισιόδοξος η αισιόδοξη το αισιόδοξο
      γενική του αισιόδοξου της αισιόδοξης του αισιόδοξου
    αιτιατική τον αισιόδοξο την αισιόδοξη το αισιόδοξο
     κλητική αισιόδοξε αισιόδοξη αισιόδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισιόδοξοι οι αισιόδοξες τα αισιόδοξα
      γενική των αισιόδοξων των αισιόδοξων των αισιόδοξων
    αιτιατική τους αισιόδοξους τις αισιόδοξες τα αισιόδοξα
     κλητική αισιόδοξοι αισιόδοξες αισιόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισιόδοξος < αίσι(ος) + -ο- + δόξ(α) + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική optimiste)

  Επίθετο επεξεργασία

αισιόδοξος, -η, -ο

  • που τρέφει ελπίδες για το μέλλον, που πιστεύει ότι κάποια εξέλιξη θα έχει αίσιο τέλος
    είμαι γενικά αισιόδοξος, στην παρούσα στιγμή, όμως, δε βλέπω κάτι θετικό στον ορίζοντα
    αισιόδοξες προοπτικές για το χρηματιστήριο μετά την χτεσινή ανάκαμψη

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία