αισθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αισθητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αισθητικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ομορφιά και την αισθητική ως κλάδο της φιλοσοφίας
- αισθητική αγωγή, αισθητικοί κανόνες
- σχετικός με την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος
- αισθητική αποκατάσταση, αισθητική χειρουργική
- (ιατρική) σχετικός με τις αισθήσεις
- αισθητικό νεύρο
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- αλγαισθητικός
- αντιαισθητικός
- παραισθητικός
- αναισθητικός (αφορά τα νεύρα)
Αντώνυμα επεξεργασία
- αναισθητικός (αφορά τα νεύρα)
- αντιαισθητικός (αφορά την αισθητική)
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίθετο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αισθητικός αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με την αισθητική ως κλάδο της φιλοσοφίας
- (επάγγελμα) που ασχολείται επαγγελματικά με την ομορφιά και την περιποίηση του ανθρώπινου σώματος, π.χ. των μαλλιών, των νυχιών, του προσώπου
- (επάγγελμα) που εργάζεται σε ινστιτούτο αισθητικής
Μεταφράσεις επεξεργασία
που ασχολείται επαγγελματικά με την ομορφιά και την περιποίηση του ανθρώπινου σώματος