αισθητήριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αισθητήριος < αρχαία ελληνική αἰσθητήριον (ουδέτερο) + -ος, καταλήξεις επιθέτου
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.sθiˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐σθη‐τή‐ρι‐ος
Επίθετο επεξεργασία
αισθητήριος
- ο σχετικός με τις αισθήσεις
- αισθητήρια όργανα είναι τα μάτια, η μύτη, τα αυτιά, το δέρμα και η γλώσσα
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη αισθητήριο (ουδέτερο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
διανοητική αντίληψη