Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αισθητήριο τα αισθητήρια
      γενική του αισθητήριου
αισθητηρίου
των αισθητήριων
αισθητηρίων
    αιτιατική το αισθητήριο τα αισθητήρια
     κλητική αισθητήριο αισθητήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αισθητήριος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αισθητήριο ουδέτερο

  1. το όργανο μιας από τις αισθήσεις
    το μάτι είναι το αισθητήριο της όρασης
  2. η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος και να αξιοποιεί κάποια εξωτερικά ερεθίσματα
    το πολιτικό αισθητήριο, το μουσικό αισθητήριο
  3. (τεχνολογία) αισθητήρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αισθητήριο