Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισθησιαρχικός η αισθησιαρχική το αισθησιαρχικό
      γενική του αισθησιαρχικού της αισθησιαρχικής του αισθησιαρχικού
    αιτιατική τον αισθησιαρχικό την αισθησιαρχική το αισθησιαρχικό
     κλητική αισθησιαρχικέ αισθησιαρχική αισθησιαρχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισθησιαρχικοί οι αισθησιαρχικές τα αισθησιαρχικά
      γενική των αισθησιαρχικών των αισθησιαρχικών των αισθησιαρχικών
    αιτιατική τους αισθησιαρχικούς τις αισθησιαρχικές τα αισθησιαρχικά
     κλητική αισθησιαρχικοί αισθησιαρχικές αισθησιαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθησιαρχικός < αισθησιαρχία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αισθησιαρχικός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία