Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιμοφιλικός η αιμοφιλική το αιμοφιλικό
      γενική του αιμοφιλικού της αιμοφιλικής του αιμοφιλικού
    αιτιατική τον αιμοφιλικό την αιμοφιλική το αιμοφιλικό
     κλητική αιμοφιλικέ αιμοφιλική αιμοφιλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιμοφιλικοί οι αιμοφιλικές τα αιμοφιλικά
      γενική των αιμοφιλικών των αιμοφιλικών των αιμοφιλικών
    αιτιατική τους αιμοφιλικούς τις αιμοφιλικές τα αιμοφιλικά
     κλητική αιμοφιλικοί αιμοφιλικές αιμοφιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιμοφιλικός < αιμοφιλία

  Επίθετο επεξεργασία

αιμοφιλικός ή αιμορροφιλικός

Το θύμα του τροχαίου ήταν αιμοφιλικός και πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία