αιμοδοσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιμοδοσία < (μεταφραστικό δάνειο) blood donation
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.mo.ðoˈsi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιμοδοσία θηλυκό
- το να προσφέρει κάποιος το αίμα του για την εξυπηρέτηση των νοσοκομειακών αναγκών (π.χ. μετάγγιση, αιμοκάθαρση, τράπεζα αίματος, εγχείρηση κ.λπ.)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιμοδοσία