Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιματοχυσία οι αιματοχυσίες
      γενική της αιματοχυσίας των αιματοχυσιών
    αιτιατική την αιματοχυσία τις αιματοχυσίες
     κλητική αιματοχυσία αιματοχυσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιματοχυσία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἱματοχυσία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ma.to.çiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐μα‐το‐χυ‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιματοχυσία θηλυκό

  • η φόνευση ανθρώπων σε μεγάλη κλίμακα, η σφαγή
    νέα αιματοχυσία σε τρομοκρατικές επιθέσεις στο Ιράκ

  Μεταφράσεις επεξεργασία