Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιθαλομίχλη οι αιθαλομίχλες
      γενική της αιθαλομίχλης των αιθαλομιχλών
    αιτιατική την αιθαλομίχλη τις αιθαλομίχλες
     κλητική αιθαλομίχλη αιθαλομίχλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιθαλομίχλη < αιθάλ(η) + ομίχλη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική smog < smoke + fog[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.θa.loˈmi.xli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐θα‐λο‐μί‐χλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιθαλομίχλη θηλυκό

  • επιβλαβές νέφος από σωματίδια και αέρια· φαινόμενο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που παρατηρείται στις μεγαλουπόλεις, το οποίο προκαλείται από την καύση ξύλου ή κάρβουνου
    ※  Αν για παράδειγμα το υπουργείο Περιβάλλοντος εκδώσει ανακοίνωση τέσσερις ημέρες το μήνα, με την οποία προειδοποιεί ότι οι συνθήκες ευνοούν τη δημιουργία νέφους αιθαλομίχλης και ζητά τον περιορισμό της χρήσης τζακιών, από το λογαριασμό των δικαιούχων κοινωνικού τιμολογίου θα αφαιρείται το ποσό της κατανάλωσης ρεύματος. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία