αιγυπτιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιγυπτιακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἰγυπτιακός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ʝi.pti.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐γυ‐πτι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αιγυπτιακός, -η, -ο
- που έχει σχέση με την Αίγυπτο
- που σχετίζεται με τους αρχαίους χρόνους της Αιγύπτου
- (ουσιαστικοποιημένο) αιγυπτιακά, αιγυπτιακή: η γλώσσα των Αιγύπτιων