Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιγίδα οι αιγίδες
      γενική της αιγίδας των αιγίδων
    αιτιατική την αιγίδα τις αιγίδες
     κλητική αιγίδα αιγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιγίδα < αρχαία ελληνική αἰγίς (ασπίδα από αιγόδερμα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈʝi.ða/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιγίδα θηλυκό

  • κατσικίσιο δέρμα ασπίδας
  • αίγασπις, ασπίδας επικαλυμμένη με κατσικόδερμα
  • χρησιμοποιείται πλέον κυρίως στην έκφραση "υπό την αιγίδα" (ακολουθεί γενική): με την επίσημη, ηθική ή υλική υποστήριξη κάποιου
υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας

  Μεταφράσεις επεξεργασία