Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθροίζω < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική sum (αρχαία ελληνική ἀθροίζω: συγκεντρώνω, μαζεύω)

  Ρήμα επεξεργασία

αθροίζω

  1. εκτελώ τη μαθηματική πράξη της πρόσθεσης και υπολογίζω το άθροισμα δύο ή περισσότερων ποσών
  2. (μεταφορικά) συγκεντρώνω έναν αριθμό στοιχείων σε ένα σύνολο
    είναι καιρός να αθροίσουμε τις πολυδιασπασμένες δυνάμεις του χώρου μας και να συντονίσουμε τις προσπάθειές μας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία