Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθερίνα οι αθερίνες
      γενική της αθερίνας των αθερινών
    αιτιατική την αθερίνα τις αθερίνες
     κλητική αθερίνα αθερίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η αθερίνα

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθερίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀθερίνα < αρχαία ελληνική ἀθερίνη + (μετάπλαση σε θηλυκό)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.θeˈɾi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐θε‐ρί‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αθερίνα θηλυκό

  • (ψάρι) είδος ψαριού με μήκος 10-18 εκατοστά και συναντάται και σε παραλίες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία