Δείτε επίσης: Ἀθύρ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀ˘θηρ- ἀ˘θερ-
ονομαστική ἀθήρ οἱ ἀθέρες
      γενική τοῦ ἀθέρος τῶν ἀθέρων
      δοτική τῷ ἀθέρ τοῖς ἀθέρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀθέρ τοὺς ἀθέρᾰς
     κλητική ! ἀθήρ ἀθέρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀθέρε
γεν-δοτ τοῖν  ἀθέροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἀθήρ' όπως «ἀθήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀθήρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀθήρ αρσενικό

  1. το άγανο του σταχυού
  2. το ίδιο το στάχυ
  3. το άγανο του σταριού
  4. ο φλοιός του σταριού
  5. το άχυρο
  6. η αιχμή του ακοντίου
     συνώνυμα: ἀκίς

  Πηγές επεξεργασία