Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθέατος η αθέατη το αθέατο
      γενική του αθέατου της αθέατης του αθέατου
    αιτιατική τον αθέατο την αθέατη το αθέατο
     κλητική αθέατε αθέατη αθέατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθέατοι οι αθέατες τα αθέατα
      γενική των αθέατων των αθέατων των αθέατων
    αιτιατική τους αθέατους τις αθέατες τα αθέατα
     κλητική αθέατοι αθέατες αθέατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθέατος < (ελληνιστική κοινή) ἀθέατος, α- + θεατός

  Επίθετο επεξεργασία

αθέατος, -η, ο

  • που δεν μπορούμε να τον δούμε λόγω της θέσης του
η αθέατη πλευρά της Σελήνης

  Μεταφράσεις επεξεργασία