Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αηδιασμένος η αηδιασμένη το αηδιασμένο
      γενική του αηδιασμένου της αηδιασμένης του αηδιασμένου
    αιτιατική τον αηδιασμένο την αηδιασμένη το αηδιασμένο
     κλητική αηδιασμένε αηδιασμένη αηδιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αηδιασμένοι οι αηδιασμένες τα αηδιασμένα
      γενική των αηδιασμένων των αηδιασμένων των αηδιασμένων
    αιτιατική τους αηδιασμένους τις αηδιασμένες τα αηδιασμένα
     κλητική αηδιασμένοι αηδιασμένες αηδιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

αηδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αηδιάζω

  Μετοχή επεξεργασία

αηδιασμένος, -η, -ο

  • που αισθάνεται αηδία, φυσική η συναισθηματική αποστροφή, που έχει αηδιάσει στο παρελθόν αλλά εξακολουθεί να επηρεάζεται από αυτό το αίσθημα και στην παρούσα φάση
  • ...ξυπνάς με το κεφάλι βαρύ, νευριασμένος, απογοητευμένος, αηδιασμένος... (Ρομέν Ρολάν, Κριστόφ)
  • Κοίταξε το πιάτο του αηδιασμένος και...
→ δείτε τη λέξη αηδιάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία