Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροπορία οι αεροπορίες
      γενική της αεροπορίας των αεροποριών
    αιτιατική την αεροπορία τις αεροπορίες
     κλητική αεροπορία αεροπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροπορία < αεροπόρ(ος) + -ία [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροπορία θηλυκό

  1. (αεροπορικός όρος) το σύνολο των ανθρώπων, τεχνικών μέσων και δομών που αφορούν στη μετακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων στον αέρα
  2. (ειδικότερα) η Πολεμική Αεροπορία
    Αεροπορία Στρατού: μονάδες ελικοπτέρων που ανήκουν στο Στρατό Ξηράς
  3. λέξη που συμπεριλαμβάνεται στην ονομασία μιας εταιρείας αερομεταφορών
    η Ολυμπιακή Αεροπορία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • υπέρ της Αεροπορίας: (ειρωνικά) για χρήματα που δόθηκαν για έναν ορισμένο σκοπό αλλά σπαταλήθηκαν αλλού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία