Δείτε επίσης: ἀερόπλανο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροπλάνο τα αεροπλάνα
      γενική του αεροπλάνου των αεροπλάνων
    αιτιατική το αεροπλάνο τα αεροπλάνα
     κλητική αεροπλάνο αεροπλάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροπλάνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aéroplane < aéro- (< αρχαία ελληνική ἀήρ) + -plane (< planer < λατινική planus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂-)
 
αεροπλάνο
 
Δύο αεροπλάνα σε σχηματισμό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾoˈpla.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐πλά‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροπλάνο ουδέτερο

  1. (μέσο μεταφορών, αεροπορικός όρος) πτητική συσκευή, βαρύτερη από τον αέρα, που πετά χάρη στην εμφάνιση δυναμικής άνωσης στις επιφάνειες των φτερών του
    το αεροπλάνο απογειώνεται / προσγειώνεται σε μία ώρα
     συνώνυμα: αεροσκάφος
  2. (μεταφορικά, προφορικό) που είναι σε ένταση, εκνευρισμένος
    Με αυτά που κάνουν μ' έχουν κάνει αεροπλάνο.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 18, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία