Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αερολέσχη < αερο- + λέσχη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αερολέσχη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία