αερισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αερισμός | οι | αερισμοί |
γενική | του | αερισμού | των | αερισμών |
αιτιατική | τον | αερισμό | τους | αερισμούς |
κλητική | αερισμέ | αερισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αερισμός < (αερίζω) αερισ- + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική aération)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.e.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αερισμός αρσενικό
- η ενέργεια του αερίζω
- (συγκεκριμένα) η ανανέωση του αέρα σε έναν κλειστό χώρο
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αερισμός
Πηγές επεξεργασία
- αερισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αερισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 16, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου