αερικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αερικό | τα | αερικά |
γενική | του | αερικού | των | αερικών |
αιτιατική | το | αερικό | τα | αερικά |
κλητική | αερικό | αερικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αερικό < μεσαιωνική ελληνική ἀερικό < ουδέτερο του επιθέτου αερικός ως ουσ.
Ουσιαστικό επεξεργασία
αερικό ουδέτερο (& αγερικό)
- μεταφυσικό ον
- (μεταφορικά) κάτι άπιαστο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αερικό