Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερικό τα αερικά
      γενική του αερικού των αερικών
    αιτιατική το αερικό τα αερικά
     κλητική αερικό αερικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αερικό < μεσαιωνική ελληνική ἀερικό < ουδέτερο του επιθέτου αερικός ως ουσ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αερικό ουδέτερο (& αγερικό)

  1. μεταφυσικό ον
     συνώνυμα: ανεμικό, δαιμονικό, νεράιδα, ξωτικό, πνεύμα, στοιχειό, φάντασμα
    Σαν αερικό θα ζήσω (Θανάσης Παπακωνσταντίνου)
  2. (μεταφορικά) κάτι άπιαστο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αερικό