Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεράγημα τα αεραγήματα
      γενική του αεραγήματος των αεραγημάτων
    αιτιατική το αεράγημα τα αεραγήματα
     κλητική αεράγημα αεραγήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεράγημα < αερ- + ἄγημα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική troupe aéroportée[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεράγημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία