Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεικίνητος η αεικίνητη το αεικίνητο
      γενική του αεικίνητου της αεικίνητης του αεικίνητου
    αιτιατική τον αεικίνητο την αεικίνητη το αεικίνητο
     κλητική αεικίνητε αεικίνητη αεικίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεικίνητοι οι αεικίνητες τα αεικίνητα
      γενική των αεικίνητων των αεικίνητων των αεικίνητων
    αιτιατική τους αεικίνητους τις αεικίνητες τα αεικίνητα
     κλητική αεικίνητοι αεικίνητες αεικίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεικίνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀεικίνητος[1] < ἀεί + κινητός, μορφολογικά αναλύεται αεί + -κίνητος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.iˈci.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ει‐κί‐νη‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

αεικίνητος, , -ο

  1. που κινείται διαρκώς
  2. που έχει ζωντάνια και κινητικότητα
  3. (μεταφορικά) δραστήριος, ενεργητικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία