Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδρανοποίηση οι αδρανοποιήσεις
      γενική της αδρανοποίησης* των αδρανοποιήσεων
    αιτιατική την αδρανοποίηση τις αδρανοποιήσεις
     κλητική αδρανοποίηση αδρανοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αδρανοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδρανοποίηση < αδρανής + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδρανοποίηση θηλυκό

  1. (φυσική), (χημεία), (βιολογία): η δημιουργία κατάστασης μηδενικής αντίδρασης
  2. (πληροφορική) hibernation: ο πλήρης τερματισμός του υπολογιστή, ενώ παράλληλα αποθηκεύεται η τρέχουσα κατάσταση του ώστε να ξεκινήσει την επόμενη φορά ακριβώς στην ίδια κατάσταση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία