Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιόρατος η αδιόρατη το αδιόρατο
      γενική του αδιόρατου της αδιόρατης του αδιόρατου
    αιτιατική τον αδιόρατο την αδιόρατη το αδιόρατο
     κλητική αδιόρατε αδιόρατη αδιόρατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιόρατοι οι αδιόρατες τα αδιόρατα
      γενική των αδιόρατων των αδιόρατων των αδιόρατων
    αιτιατική τους αδιόρατους τις αδιόρατες τα αδιόρατα
     κλητική αδιόρατοι αδιόρατες αδιόρατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιόρατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιόρατος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική imperceptible[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ðiˈo.ɾa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δι‐ό‐ρα‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιόρατος, -η, -ο

  1. που διακρίνεται με πολύ μεγάλη δυσκολία, που ίσα ίσα φαίνεται
    μιλούσε με ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία