Δείτε επίσης: ἀδιερεύνητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιερεύνητος η αδιερεύνητη το αδιερεύνητο
      γενική του αδιερεύνητου της αδιερεύνητης του αδιερεύνητου
    αιτιατική τον αδιερεύνητο την αδιερεύνητη το αδιερεύνητο
     κλητική αδιερεύνητε αδιερεύνητη αδιερεύνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιερεύνητοι οι αδιερεύνητες τα αδιερεύνητα
      γενική των αδιερεύνητων των αδιερεύνητων των αδιερεύνητων
    αιτιατική τους αδιερεύνητους τις αδιερεύνητες τα αδιερεύνητα
     κλητική αδιερεύνητοι αδιερεύνητες αδιερεύνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιερεύνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιερεύνητος[1] ἀ- στερητικό + διερευνῶ (διερευνώ) διερευνη- + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ði.eˈɾev.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δι‐ε‐ρεύ‐νη‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιερεύνητος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διερευνώ και ερευνώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία