Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιασάλευτος η αδιασάλευτη το αδιασάλευτο
      γενική του αδιασάλευτου της αδιασάλευτης του αδιασάλευτου
    αιτιατική τον αδιασάλευτο την αδιασάλευτη το αδιασάλευτο
     κλητική αδιασάλευτε αδιασάλευτη αδιασάλευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιασάλευτοι οι αδιασάλευτες τα αδιασάλευτα
      γενική των αδιασάλευτων των αδιασάλευτων των αδιασάλευτων
    αιτιατική τους αδιασάλευτους τις αδιασάλευτες τα αδιασάλευτα
     κλητική αδιασάλευτοι αδιασάλευτες αδιασάλευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιασάλευτος < α- στερητικό + διασαλεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιασάλευτος, -η, -ο

  • που δεν έχει διασαλευτεί ή κανείς δεν μπορεί να τον διασαλεύσει, να τον ταρακουνήσει ή να τον μεταβάλλει
η αδιασάλευτη πίστη στα ιδανικά μας

  Μεταφράσεις επεξεργασία