αδιαγούμιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιαγούμιστος < α- στερητικό + (διαγουμίζω) διαγουμισ- + -τος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ðʝaˈɣu.mi.stos/ & /a.ði̯aˈɣu.mi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐γού‐μι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
αδιαγούμιστος, -η, -ο
- που δεν τον έχει διαγουμίσει, λεηλατήσει κανένας
Άλλες μορφές επεξεργασία
- αδιαγούμητος του διαγουμώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιαγούμιστος
→ δείτε τη λέξη αλεηλάτητος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αδιαγούμιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας