αδιάκριτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιάκριτα < αδιάκριτ(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
αδιάκριτα (τροπικό επίρρημα)
- με αδιάκριτο τρόπο
- χωρίς να διακρίνεται, χωρίς να φαίνεται καλά
- επεμβαίνοντας στην προσωπική ζωή των άλλων, χωρίς διακριτικότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
χωρίς να διακρίνεται, χωρίς να φαίνεται καλά
χωρίς διακριτικότητα