αδασμολόγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδασμολόγητος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀδασμολόγητος[1][2] ή α- στερητικό + δασμολογώ, δασμολογη- + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος [3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ða.zmoˈlo.ʝi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δα‐σμο‐λό‐γη‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αδασμολόγητος, -η, -ο
- που δεν έχει δασμολογηθεί, που δεν υπόκειται σε δασμούς
Συγγενικά επεξεργασία
- αδασμολόγητα (επίρρημα)
- αδασμολογήτως (λόγιο επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη δασμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αδασμολόγητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αδασμολόγητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αδασμολόγητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας