αδαμαντίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδαμαντίνη < αγγλική adamantine < λατινική adamantinus < αρχαία ελληνική ἀδαμάντινος < ἀδάμας (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αδαμαντίνη θηλυκό
Δείτε επίσης : αδαμάντινη |
αδαμαντίνη θηλυκό